Η οικονομική διάσταση της ψυχοθεραπείας

Σήμερα περισσότερο από ποτέ, το θέμα του κόστους της ψυχοθεραπείας είναι άκρως επίκαιρο και σημαντικό. Βέβαια ακόμα και πριν την οικονομική κρίση, στις συζητήσεις περί ψυχοθεραπείας, ακούγονταν συχνά φράσεις όπως “εγώ δεν έχω λεφτά για τέτοια”, “οι ψυχολόγοι είναι ακριβοί”, “αυτά είναι πολυτέλειες” και άλλες παρόμοιες εκφράσεις που δείχνουν ότι στη συνείδηση της πλειονότητας του κόσμου, η ψυχοθεραπεία είναι κάτι ακριβό και ίσως περιττό. Σε μία σωστή και εμπεριστατωμένη θεώρηση του θέματος όμως, η ψυχοθεραπεία δεν θα έπρεπε να διαφοροποιείται στη συνείδησή μας από την υγεία και την παιδεία, καθώς μέσα από την ψυχοθεραπεία, ο άνθρωπος και περισσότερο ψυχικά υγιής μπορεί να γίνει και πνευματικά να αναπτυχθεί. Και βέβαια όπως όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες διατίθενται είτε δωρεάν είτε αντί αντιτίμου, το ίδιο ισχύει και με τις ψυχολογικές υπηρεσίες, με τη διαφορά ότι στη χώρα μας οι δομές που τις παρέχουν δωρεάν είναι ακόμα πολύ περιορισμένες σε αριθμό – και λειτουργούν κυρίως σε πλαίσια τοπικής αυτοδιοίκησης – γεγονός που μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο ότι η ζήτηση παραμένει σχετικά χαμηλή, αλλά κυρίως οφείλεται στην προβληματική πολιτική δημόσιας υγείας.

Αναφορικά τώρα με την παροχή των υπηρεσιών σε επίπεδο ιδιωτών ψυχολόγων ή ιδιωτικών κέντρων, εκφράζονται αμφιβολίες από πολύ κόσμο τόσο για την ίδια την ψυχοθεραπεία και το αντίτιμο που καλείται κανείς να καταβάλει όσο και για τους επαγγελματίες που την ασκούν. Η αρνητική προδιάθεση και η καχυποψία είναι μέρει δικαιολογημένες γιατί, όπως σε κάθε επάγγελμα έτσι και σ’ αυτό του ψυχολόγου ή του ψυχοθεραπευτή, υπάρχουν επαγγελματίες που μπορεί να χρεώνουν υπερβολικές αμοιβές ή να παρατείνουν τις θεραπείες επ’ άπειρον ή να είναι παράτυποι, και που ίσως να κάνουν τον θεραπευόμενο να αναρωτιέται αν τον βλέπουν σαν «αντικείμενο εκμετάλλευσης» και την ψυχοθεραπεία σαν μέσο πλουτισμού. Επιπλέον, το γεγονός ότι στον ψυχοθεραπευτή απευθύνεται κανείς συνήθως σε μία δύσκολη στιγμή της ζωής του, και άρα αισθάνεται πιο ευάλωτος, ενισχύει την ανασφάλεια και την καχυποψία του, ενώ ταυτόχρονα τον καθιστά πιο δεκτικό στις απαιτήσεις του θεραπευτή του.
 
Φυσικά ο ψυχολόγος, όπως ο γιατρός ή ο δάσκαλος, πληρώνεται γιατί μέσα από την εργασία του κερδίζει τα προς το ζην, χωρίς αυτό να αναιρεί την αγάπη του για τη δουλειά του. Το πόσο κοστολογεί καθένας τις υπηρεσίες που προσφέρει, εναπόκειται στην προσωπική του κρίση, η οποία συνήθως λαμβάνει υπόψη της και τα δεδομένα του συγκεκριμένου επαγγελματικού χώρου, αν και συχνά ανάμεσα στους ψυχολόγους μπορεί να συναντήσει κανείς μεγάλες διαφορές χρέωσης. Πολλοί ψυχολόγοι όμως, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν έχουν μία πάγια χρέωση και καθορίζουν την αμοιβή τους κατά περίπτωση, συνυπολογίζοντας την οικονομική δυνατότητα του θεραπευόμενού τους, τη συχνότητα της θεραπείας και άλλους παράγοντες που, κατά τη γνώμη μου, κάνουν την κοστολόγηση πιο λογική και εναρμονισμένη με την εξωτερική πραγματικότητα και τα δεδομένα κάθε ανθρώπου.
 
Πέρα όμως από την εξωτερική πραγματικότητα που εν μέρει καθορίζει την δυνατότητα που έχει ή δεν έχει κάποιος να κάνει μία ψυχοθεραπεία, υπάρχουν και πολύ σημαντικοί ψυχολογικοί μηχανισμοί που επηρεάζουν ασυνείδητα το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση της ψυχοθεραπείας με τα χρήματα και αφορούν την δική μας εσωτερική πραγματικότητα. Δεν είναι δηλαδή λίγες οι φορές που κάποιος χρησιμοποιεί ως πρόσχημα τα χρήματα για να μην προχωρήσει σε κάτι που αν και θέλει ή νιώθει ότι χρειάζεται, ταυτόχρονα τον φοβίζει γιατί είναι κάτι άγνωστο που του δημιουργεί ανασφάλεια και ανησυχία. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος που λέει ότι δεν έχει τα χρήματα για να ξεκινήσει μία ψυχοθεραπεία, να ξοδεύει χρήματα σε ακριβά αντικείμενα, ταξίδια ή διασκεδάσεις. Αυτό φυσικά δεν συνεπάγεται ότι όποιος διαθέτει κάποια χρήματα πρέπει υποχρεωτικά να τα διαθέσει στην ψυχοθεραπεία, αλλά καλό είναι να συνειδητοποιήσει ότι από επιλογή του τα διαθέτει αλλού και άρα το εμπόδιο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η έλλειψη χρημάτων. Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν την ψυχοθεραπεία τους σαν μία επένδυση για την ψυχική τους ευημερία που απαιτεί κάποιες μικρές θυσίες και μία πιο ορθολογική διαχείριση των εσόδων τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο θεραπευόμενος πρέπει να ζει μία στερημένη και ασκητική ζωή προκειμένου να χρηματοδοτεί την ψυχοθεραπεία του. Το να ζει κανείς μία φυσιολογική και ισορροπημένη ζωή και να μπορεί ταυτόχρονα να διαθέτει ένα λογικό ποσό γι’ αυτή τη διαδικασία είναι μία ιδανική κατάσταση που ειδικά σήμερα, κάτω από αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, φαντάζει στους περισσότερους ονειρική.  
 
Κατά βάση βέβαια, το κύριο πρόβλημα της ψυχοθεραπείας είναι η διάρκεια και η συχνότητά της. Ειδικά για την ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικού τύπου που απαιτεί μία ελάχιστη συχνότητα της τάξης της μίας φοράς την εβδομάδα και μία διάρκεια τουλάχιστον μερικών μηνών, είναι λογικό να σκέφτεται κανείς το κόστος. Η απόφαση όμως εναπόκειται στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο ο οποίος θα κρίνει αν αυτό που παίρνει μέσα από αυτή την διαδικασία αξίζει όχι τον κόπο, αλλά εν προκειμένω τα χρήματα. Η προσωπική μου θέση είναι ότι αν κάποιος πραγματικά θέλει, θα βρει τον τρόπο να το κάνει. Γι’ αυτό συμβουλεύω τους ανθρώπους που ξέρω ότι μπορούν να ωφεληθούν από την ψυχοθεραπεία για να βελτιώσουν τη ζωή τους και τον εαυτό τους, να αναζητούν μία ταιριαστή σ’ αυτούς λύση. Δεν υπάρχουν άλλωστε μόνο ακριβοί θεραπευτές με απλησίαστες αμοιβές. Υπάρχουν νέοι αξιόλογοι συνάδελφοι ευαισθητοποιημένοι στις δυνατότητες των συνανθρώπων τους, δήμοι με πολυιατρεία που στελεχώνονται από ανθρώπους που μέσα από τον εθελοντισμό αποδεικνύουν έμπρακτα ότι πάνω απ’ όλα αγαπούν τη δουλειά τους, καθώς και άλλες πιο οικονομικές μορφές ψυχοθεραπείας όπως η ομαδική. Και αν κάτι μπορεί να μας διδάξει η σημερινή κρίση, ας είναι ότι υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα στη ζωή από το χρήμα. Η ψυχική μας ευημερία είναι σίγουρα ένα από αυτά.